- προσβράσσω
- και προσβράζω και αττ. τ. προσβράττω Αξεβράζω («σῶμα πίτυϊ προσβεβρασμένον ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + βράσσω «εκβάλλω, ξεβράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσβρασσόμενον — προσβράσσω throw up pres part mp masc acc sg προσβράσσω throw up pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσβράττεσθαι — προσβράσσω throw up pres inf mp (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek